- επανάκαμψη
- η (AM) ἐπανάκαμψιςη επιστροφή, η επάνοδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
ξαναγύρισμα — το [ξαναγυρίζω] 1. το να ξαναδίνει κάποιος ένα αντικείμενο σε αυτόν που τού ανήκει, επιστροφή 2. επανάκαμψη, επάνοδος 3. επανατοποθέτηση ανάποδα 4. γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας για άλλη μια φορά … Dictionary of Greek
ξαναρχομός — επάνοδος, επανάκαμψη, επιστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + ερχομός] … Dictionary of Greek